επεξεργάσιμος

επεξεργάσιμος
ος , ον
1) могущий быть обработанным, отделанным, доделанным (о статье и т. п.); 2) могущий быть разработанным,, выработанным (о плане и т. п,); 3) могущий быть переработанным (о сырье и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επεξεργάσιμος" в других словарях:

  • επεξεργάσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να υποστεί περαιτέρω επεξεργασία …   Dictionary of Greek

  • επεξεργάσιμος — η, ο που επιδέχεται επεξεργασία, που μπορεί να υποστεί επεξεργασία και τελειοποίηση, ο κατεργάσιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»